βουλή

βουλή
1012 βουλή
{сущ., 12}
1. воля, намерение, желание;
2. совет, постановление, решение, предприятие.
Ссылки: Лк. 7:30; 23:51; Деян. 2:23; 4:28; 5:38; 13:36; 20:27; 27:12, 42; 1Кор. 4:5; Еф. 1:11; Евр. 6:17. LXX: 6098 (הָצעֵ).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουλή" в других словарях:

  • βουλή — will fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

  • βουλή — η 1. θέληση, πρόθεση: Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις πραγματικές βουλές του άλλου. 2. το σώμα των αιρετών αντιπροσώπων του λαού, το κοινοβούλιο: Η βουλή ψηφίζει τους νόμους του κράτους. 3. το κτίριο, όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλῇ — βουλῆι , βουλεύς masc dat sg (epic ionic) βουλή will fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῆ — Βουλεύς masc nom/voc/acc dual Βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλῆ — βουλεύς masc nom/voc/acc dual βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῇ — Βουλῆι , Βουλεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούλῃ — Βούληι , Βούλις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλῃ — βούλομαι will pres subj mp 2nd sg βούλομαι will pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. — ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. См. Не рой другому ямы, сам попадешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐν νυκτὶ βουλὴ. — ἐν νυκτὶ βουλὴ. См. Утро вечера мудренее …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»